μιλιαμπέρ

μιλιαμπέρ
Μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό του Αμπέρ (10-3 Α). Συμβολίζεται με mA.
* * *
το
μετρολ. μονάδα έντασης ηλεκτρικού ρεύματος ίση προς το ένα χιλιοστό τού αμπέρ, με σύμβολο mΑ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μίλι- — μετρολ. πρόθεμα τού διεθνούς συστήματος μονάδων που υποδηλώνει το ένα χιλιοστό τής μονάδας, μπροστά από την οποία τοποθετείται και έχει σύμβολο m. Ανάγεται σε λατ. milli (< λατ. mille, «χίλιοι, χίλια». Όλοι αυτοί οι τ. τού διεθνούς συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • μιλιαμπερόμετρο — το φυσ. αμπερόμετρο μεγάλης ευαισθησίας, βαθμονομημένο σε μονάδες μιλιαμπέρ …   Dictionary of Greek

  • μιλλιαμπέρ — το βλ. μιλιαμπέρ …   Dictionary of Greek

  • χιλιοστοαμπέρ — το, Ν άκλ. φυσ. το μιλιαμπέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. milliampere < milli (βλ. μιλι ), το οποίο αποδόθηκε στον ελλ. τ. με το αντίστοιχο χιλιοστο , + ampere] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”